- ἀμαύρωμα
- ἀμαύρωμαobscurationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαύρωμα — το (Α ἀμαύρωμα) νεοελλ. κηλίδωση, σπίλωση τής φήμης, τού ονόματος αρχ. (για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ βλ. ἀμαυρώνω] … Dictionary of Greek
αμαύρωμα — το, ατος σκοτείνιασμα, θάμπωμα: Αυτό το αμαύρωμα της υπόληψής του δεν το ανεχόταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαυρώνω — (Α ἀμαυρῶ όω) αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές 2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω 3. καταστρέφω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός. ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση,… … Dictionary of Greek